μαχαιριδιον

μαχαιριδιον
    μαχαιρίδιον
    μᾰχαιρίδιον
    (ῐδ) τό небольшой нож Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαχαιριδιον" в других словарях:

  • μαχαιρίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιριδίοις — μαχαιρίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιριδίων — μαχαιρίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιριδίῳ — μαχαιρίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιρίδια — μαχαιρίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»